τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Ενεστώτας: (τραβώ τραβάς τραβά τραβάμε τραβάτε τραβούν(ε)) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Ενεστώτας: (τραβάω τραβάς τραβάει τραβούμε τραβάτε τραβούν(ε)) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Παρατατικός: (τραβούσα τραβούσες τραβούσε τραβούσαμε τραβούσατε τραβούσαν) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Παρατατικός: (τράβαγα τράβαγες τράβαγε τραβάγαμε τραβάγατε τράβαγαν) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Μέλλοντας διαρκείας: (θα τραβάω θα τραβάς θα τραβάει θα τραβούμε θα τραβάτε θα τραβούν(ε)) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Μέλλοντας διαρκείας: (θα τραβώ θα τραβάς θα τραβά θα τραβάμε θα τραβάτε θα τραβούν(ε)) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Αόριστος: (τράβηξα τράβηξες τράβηξε τραβήξαμε τραβήξατε τράβηξαν) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Αόριστος: (τράβηξα τράβηξες τράβηξε τραβήξαμε τραβήξατε τράβηξαν) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Παρακείμενος: (έχω τραβήξει έχεις τραβήξει έχει τραβήξει έχουμε τραβήξει έχετε τραβήξει έχουν(ε) τραβήξει) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Παρακείμενος: (έχω τραβήξει έχεις τραβήξει έχει τραβήξει έχουμε τραβήξει έχετε τραβήξει έχουν(ε) τραβήξει) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Υπερσυντέλικος: (είχα τραβήξει είχες τραβήξει είχα τραβήξει είχαμε τραβήξει είχατε τραβήξει είχαν τραβήξει) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Υπερσυντέλικος: (είχα τραβήξει είχες τραβήξει είχα τραβήξει είχαμε τραβήξει είχατε τραβήξει είχαν τραβήξει) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Συντελεσμένος μέλλοντας: (θα έχω τραβήξει θα έχεις τραβήξει θα έχει τραβήξει θα έχουμε τραβήξει θα έχετε τραβήξει θα έχουν(ε) τραβήξει) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Συντελεσμένος μέλλοντας: (θα έχω τραβήξει θα έχεις τραβήξει θα έχει τραβήξει θα έχουμε τραβήξει θα έχετε τραβήξει θα έχουν(ε) τραβήξει) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Μέλλοντας στιγμιαίος: (θα τραβήξω θα τραβήξεις θα τραβήξει θα τραβήξουμε θα τραβήξετε θα τραβήξουν(ε)) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Μέλλοντας στιγμιαίος: (θα τραβήξω θα τραβήξεις θα τραβήξει θα τραβήξουμε θα τραβήξετε θα τραβήξουν(ε)) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Υποτακτική/Ενεστώτας: (να τραβάω να τραβάς να τραβάει να τραβούμε να τραβάτε να τραβούν(ε)) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Υποτακτική/Ενεστώτας: (να τραβώ να τραβάς να τραβά να τραβάμε να τραβάτε να τραβούν(ε)) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Υποτακτική/Αόριστος: (να τραβήξω να τραβήξεις να τραβήξει να τραβήξουμε να τραβήξετε να τραβήξουν(ε)) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Υποτακτική/Αόριστος: (να τραβήξω να τραβήξεις να τραβήξει να τραβήξουμε να τραβήξετε να τραβήξουν(ε)) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Υποτακτική/Παρακείμενος: (να έχω τραβήξει να έχεις τραβήξει να έχει τραβήξει να έχουμε τραβήξει να έχετε τραβήξει να έχουν(ε) τραβήξει) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Υποτακτική/Παρακείμενος: (να έχω τραβήξει να έχεις τραβήξει να έχει τραβήξει να έχουμε τραβήξει να έχετε τραβήξει να έχουν(ε) τραβήξει) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Προστακτική/Ενεστώτας: (#f τράβα #f #f τραβάτε #f) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Προστακτική/Αόριστος: (#f τράβηξε #f #f τραβήξτε #f) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Προστακτική/Αόριστος: (#f τράβηξε #f #f τραβήξτε #f) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Προστακτική/Παρακείμενος: (#f να έχεις τραβήξει #f #f να έχετε τραβήξει #f) τραβάω Ενεργητηκή φωνή/Προστακτική/Παρακείμενος: (#f να έχεις τραβήξει #f #f να έχετε τραβήξει #f) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Ενεστώτας: (τραβιέμαι τραβιέσαι τραβιέται τραβιόμαστε τραβιέστε τραβιούνται) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Παρατατικός: (τραβιόμουν τραβιόσουν τραβιόταν τραβιόμαστε τραβιόσαστε τραβιόνταν) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Μέλλοντας διαρκείας: (θα τραβιέμαι θα τραβιέσαι θα τραβιέται θα τραβιόμαστε θα τραβιέστε θα τραβιούνται) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Αόριστος: !(τραβήχτηκα τραβήχτηκες τραβήχτηκε τραβηχτήκαμε τραβηχτήκατε τραβήχτηκαν) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Αόριστος: !(τραβήχτηκα τραβήχτηκες τραβήχτηκε τραβηχτήκαμε τραβηχτήκατε τραβήχτηκαν) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Παρακείμενος: !(έχω τραβηχτεί έχεις τραβηχτεί έχει τραβηχτεί έχουμε τραβηχτεί έχετε τραβηχτεί έχουν(ε) τραβηχτεί) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Παρακείμενος: !(έχω τραβηχτεί έχεις τραβηχτεί έχει τραβηχτεί έχουμε τραβηχτεί έχετε τραβηχτεί έχουν(ε) τραβηχτεί) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Υπερσυντέλικος: !(είχα τραβηχτεί είχες τραβηχτεί είχα τραβηχτεί είχαμε τραβηχτεί είχατε τραβηχτεί είχαν τραβηχτεί) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Υπερσυντέλικος: !(είχα τραβηχτεί είχες τραβηχτεί είχα τραβηχτεί είχαμε τραβηχτεί είχατε τραβηχτεί είχαν τραβηχτεί) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Συντελεσμένος μέλλοντας: !(θα έχω τραβηχτεί θα έχεις τραβηχτεί θα έχει τραβηχτεί θα έχουμε τραβηχτεί θα έχετε τραβηχτεί θα έχουν(ε) τραβηχτεί) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Συντελεσμένος μέλλοντας: !(θα έχω τραβηχτεί θα έχεις τραβηχτεί θα έχει τραβηχτεί θα έχουμε τραβηχτεί θα έχετε τραβηχτεί θα έχουν(ε) τραβηχτεί) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Μέλλοντας στιγμιαίος: !(θα τραβηχτώ θα τραβηχτείς θα τραβηχτεί θα τραβηχτούμε θα τραβηχτείτε θα τραβηχτούν(ε)) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Μέλλοντας στιγμιαίος: !(θα τραβηχτώ θα τραβηχτείς θα τραβηχτεί θα τραβηχτούμε θα τραβηχτείτε θα τραβηχτούν(ε)) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Υποτακτική/Ενεστώτας: (να τραβιέμαι να τραβιέσαι να τραβιέται να τραβιόμαστε να τραβιέστε να τραβιούνται) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Υποτακτική/Αόριστος: !(να τραβηχτώ να τραβηχτείς να τραβηχτεί να τραβηχτούμε να τραβηχτείτε να τραβηχτούν(ε)) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Υποτακτική/Αόριστος: !(να τραβηχτώ να τραβηχτείς να τραβηχτεί να τραβηχτούμε να τραβηχτείτε να τραβηχτούν(ε)) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Υποτακτική/Παρακείμενος: !(να είχα τραβηχτεί να είχες τραβηχτεί να είχα τραβηχτεί να είχαμε τραβηχτεί να είχατε τραβηχτεί να είχαν τραβηχτεί) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Υποτακτική/Παρακείμενος: !(να είχα τραβηχτεί να είχες τραβηχτεί να είχα τραβηχτεί να είχαμε τραβηχτεί να είχατε τραβηχτεί να είχαν τραβηχτεί) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Προστακτική/Ενεστώτας: (#f να τραβιέσαι #f #f να τραβιέστε #f) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Προστακτική/Αόριστος: !(#f τραβήξου #f #f τραβηχτείτε #f) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Προστακτική/Παρακείμενος: !(#f να έχεις τραβηχτεί #f #f να έχετε τραβηχτεί #f) τραβάω Μεσοπαθητική φωνή/Προστακτική/Παρακείμενος: !(#f να έχεις τραβηχτεί #f #f να έχετε τραβηχτεί #f)