ντύνω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Ενεστώτας: *(ντύνω ντύνεις ντύνει ντύνουμε ντύνετε ντύνουν(ε)) ντύνω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Παρατατικός: *(έντυνα έντυνες έντυνε ντύναμε ντύνατε έντυναν) ντύνω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Μέλλοντας διαρκείας: *(θα ντύνω θα ντύνεις θα ντύνει θα ντύνουμε θα ντύνετε θα ντύνουν(ε)) ντύνω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Αόριστος: *!(έντυσα έντυσες έντυσε ντύσαμε ντύσατε έντυσαν) ντύνω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Παρακείμενος: *!(έχω ντύσει έχεις ντύσει έχει ντύσει έχουμε ντύσει έχετε ντύσει έχουν(ε) ντύσει) ντύνω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Υπερσυντέλικος: *!(είχα ντύσει είχες ντύσει είχα ντύσει είχαμε ντύσει είχατε ντύσει είχαν ντύσει) ντύνω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Συντελεσμένος μέλλοντας: *!(θα έχω ντύσει θα έχεις ντύσει θα έχει ντύσει θα έχουμε ντύσει θα έχετε ντύσει θα έχουν(ε) ντύσει) ντύνω Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Μέλλοντας στιγμιαίος: *!(θα ντύσω θα ντύσεις θα ντύσει θα ντύσουμε θα ντύσετε θα ντύσουν(ε)) ντύνω Ενεργητηκή φωνή/Υποτακτική/Ενεστώτας: *(να ντύνω να ντύνεις να ντύνει να ντύνουμε να ντύνετε να ντύνουν(ε)) ντύνω Ενεργητηκή φωνή/Υποτακτική/Αόριστος: *!(να ντύσω να ντύσεις να ντύσει να ντύσουμε να ντύσετε να ντύσουν(ε)) ντύνω Ενεργητηκή φωνή/Υποτακτική/Παρακείμενος: *!(να έχω ντύσει να έχεις ντύσει να έχει ντύσει να έχουμε ντύσει να έχετε ντύσει να έχουν(ε) ντύσει) ντύνω Ενεργητηκή φωνή/Προστακτική/Ενεστώτας: *(#f ντύνε #f #f ντύνετε #f) ντύνω Ενεργητηκή φωνή/Προστακτική/Αόριστος: *!(#f ντύσε #f #f ντύστε #f) ντύνω Ενεργητηκή φωνή/Προστακτική/Παρακείμενος: *!(#f να έχεις ντύσει #f #f να έχετε ντύσει #f) ντύνω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Ενεστώτας: *(ντύνομαι ντύνεσαι ντύνεται ντυνόμαστε ντύνεστε ντύνονται) ντύνω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Παρατατικός: *(ντυνόμουν ντυνόσουν ντυνόταν ντυνόμαστε ντυνόσαστε ντύνονταν) ντύνω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Μέλλοντας διαρκείας: *(θα ντύνομαι θα ντύνεσαι θα ντύνεται θα ντυνόμαστε θα ντύνεστε θα ντύνονται) ντύνω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Αόριστος: *!(ντύθηκα ντύθηκες ντύθηκε ντυθήκαμε ντυθήκατε ντύθηκαν) ντύνω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Παρακείμενος: *!(έχω ντυθεί έχεις ντυθεί έχει ντυθεί έχουμε ντυθεί έχετε ντυθεί έχουν(ε) ντυθεί) ντύνω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Υπερσυντέλικος: *!(είχα ντυθεί είχες ντυθεί είχα ντυθεί είχαμε ντυθεί είχατε ντυθεί είχαν ντυθεί) ντύνω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Συντελεσμένος μέλλοντας: *!(θα έχω ντυθεί θα έχεις ντυθεί θα έχει ντυθεί θα έχουμε ντυθεί θα έχετε ντυθεί θα έχουν(ε) ντυθεί) ντύνω Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Μέλλοντας στιγμιαίος: *!(θα ντυθώ θα ντυθείς θα ντυθεί θα ντυθούμε θα ντυθείτε θα ντυθούν(ε)) ντύνω Μεσοπαθητική φωνή/Υποτακτική/Ενεστώτας: *(να ντύνομαι να ντύνεσαι να ντύνεται να ντυνόμαστε να ντύνεστε να ντύνονται) ντύνω Μεσοπαθητική φωνή/Υποτακτική/Αόριστος: *!(να ντυθώ να ντυθείς να ντυθεί να ντυθούμε να ντυθείτε να ντυθούν(ε)) ντύνω Μεσοπαθητική φωνή/Υποτακτική/Παρακείμενος: *!(να έχω ντυθεί να έχεις ντυθεί να έχει ντυθεί να έχουμε ντυθεί να έχετε ντυθεί να έχουν(ε) ντυθεί) ντύνω Μεσοπαθητική φωνή/Προστακτική/Ενεστώτας: *(#f να ντύνεσαι #f #f να ντύνεστε #f) ντύνω Μεσοπαθητική φωνή/Προστακτική/Αόριστος: *!(#f ντύσου #f #f ντυθείτε #f) ντύνω Μεσοπαθητική φωνή/Προστακτική/Παρακείμενος: *!(#f να έχεις ντυθεί #f #f να έχετε ντυθεί #f)