βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Ενεστώτας: (βαστώ βαστάς βαστά βαστάμε βαστάτε βαστούν(ε)) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Ενεστώτας: (βαστάω βαστάς βαστάει βαστούμε βαστάτε βαστούν(ε)) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Παρατατικός: (βαστούσα βαστούσες βαστούσε βαστούσαμε βαστούσατε βαστούσαν) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Παρατατικός: (βάσταγα βάσταγες βάσταγε βαστάγαμε βαστάγατε βάσταγαν) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Μέλλοντας διαρκείας: (θα βαστάω θα βαστάς θα βαστάει θα βαστούμε θα βαστάτε θα βαστούν(ε)) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Μέλλοντας διαρκείας: (θα βαστώ θα βαστάς θα βαστά θα βαστάμε θα βαστάτε θα βαστούν(ε)) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Αόριστος: (βάστηξα βάστηξες βάστηξε βαστήξαμε βαστήξατε βάστηξαν) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Αόριστος: (βάσταξα βάσταξες βάσταξε βαστάξαμε βαστάξατε βάσταξαν) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Παρακείμενος: (έχω βαστήξει έχεις βαστήξει έχει βαστήξει έχουμε βαστήξει έχετε βαστήξει έχουν(ε) βαστήξει) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Παρακείμενος: (έχω βαστάξει έχεις βαστάξει έχει βαστάξει έχουμε βαστάξει έχετε βαστάξει έχουν(ε) βαστάξει) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Υπερσυντέλικος: (είχα βαστήξει είχες βαστήξει είχα βαστήξει είχαμε βαστήξει είχατε βαστήξει είχαν βαστήξει) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Υπερσυντέλικος: (είχα βαστάξει είχες βαστάξει είχα βαστάξει είχαμε βαστάξει είχατε βαστάξει είχαν βαστάξει) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Συντελεσμένος μέλλοντας: (θα έχω βαστήξει θα έχεις βαστήξει θα έχει βαστήξει θα έχουμε βαστήξει θα έχετε βαστήξει θα έχουν(ε) βαστήξει) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Συντελεσμένος μέλλοντας: (θα έχω βαστάξει θα έχεις βαστάξει θα έχει βαστάξει θα έχουμε βαστάξει θα έχετε βαστάξει θα έχουν(ε) βαστάξει) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Μέλλοντας στιγμιαίος: (θα βαστήξω θα βαστήξεις θα βαστήξει θα βαστήξουμε θα βαστήξετε θα βαστήξουν(ε)) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Οριστική/Μέλλοντας στιγμιαίος: (θα βαστάξω θα βάσταξεις θα βαστάξει θα βαστάξουμε θα βαστάξετε θα βαστάξουν(ε)) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Υποτακτική/Ενεστώτας: (να βαστάω να βαστάς να βαστάει να βαστούμε να βαστάτε να βαστούν(ε)) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Υποτακτική/Ενεστώτας: (να βαστώ να βαστάς να βαστά να βαστάμε να βαστάτε να βαστούν(ε)) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Υποτακτική/Αόριστος: (να βαστήξω να βαστήξεις να βαστήξει να βαστήξουμε να βαστήξετε να βαστήξουν(ε)) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Υποτακτική/Αόριστος: (να βαστάξω να βάσταξεις να βαστάξει να βαστάξουμε να βαστάξετε να βαστάξουν(ε)) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Υποτακτική/Παρακείμενος: (να έχω βαστήξει να έχεις βαστήξει να έχει βαστήξει να έχουμε βαστήξει να έχετε βαστήξει να έχουν(ε) βαστήξει) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Υποτακτική/Παρακείμενος: (να έχω βαστάξει να έχεις βαστάξει να έχει βαστάξει να έχουμε βαστάξει να έχετε βαστάξει να έχουν(ε) βαστάξει) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Προστακτική/Ενεστώτας: (#f βάστα #f #f βαστάτε #f) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Προστακτική/Αόριστος: (#f βάστηξε #f #f βαστήξτε #f) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Προστακτική/Αόριστος: (#f βάσταξε #f #f βαστάξτε #f) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Προστακτική/Παρακείμενος: (#f να έχεις βαστήξει #f #f να έχετε βαστήξει #f) βαστώ Ενεργητηκή φωνή/Προστακτική/Παρακείμενος: (#f να έχεις βαστάξει #f #f να έχετε βαστάξει #f) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Ενεστώτας: (βαστιέμαι βαστιέσαι βαστιέται βαστιόμαστε βαστιέστε βαστιούνται) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Παρατατικός: (βαστιόμουν βαστιόσουν βαστιόταν βαστιόμαστε βαστιόσαστε βαστιόνταν) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Μέλλοντας διαρκείας: (θα βαστιέμαι θα βαστιέσαι θα βαστιέται θα βαστιόμαστε θα βαστιέστε θα βαστιούνται) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Αόριστος: !(βαστήχτηκα βαστήχτηκες βαστήχτηκε βαστηχτήκαμε βαστηχτήκατε βαστήχτηκαν) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Αόριστος: !(βαστάχτηκα βαστάχτηκες βαστάχτηκε βασταχτήκαμε βασταχτήκατε βαστάχτηκαν) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Παρακείμενος: !(έχω βαστηχτεί έχεις βαστηχτεί έχει βαστηχτεί έχουμε βαστηχτεί έχετε βαστηχτεί έχουν(ε) βαστηχτεί) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Παρακείμενος: !(έχω βασταχτεί έχεις βασταχτεί έχει βασταχτεί έχουμε βασταχτεί έχετε βασταχτεί έχουν(ε) βασταχτεί) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Υπερσυντέλικος: !(είχα βαστηχτεί είχες βαστηχτεί είχα βαστηχτεί είχαμε βαστηχτεί είχατε βαστηχτεί είχαν βαστηχτεί) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Υπερσυντέλικος: !(είχα βασταχτεί είχες βασταχτεί είχα βασταχτεί είχαμε βασταχτεί είχατε βασταχτεί είχαν βασταχτεί) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Συντελεσμένος μέλλοντας: !(θα έχω βαστηχτεί θα έχεις βαστηχτεί θα έχει βαστηχτεί θα έχουμε βαστηχτεί θα έχετε βαστηχτεί θα έχουν(ε) βαστηχτεί) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Συντελεσμένος μέλλοντας: !(θα έχω βασταχτεί θα έχεις βασταχτεί θα έχει βασταχτεί θα έχουμε βασταχτεί θα έχετε βασταχτεί θα έχουν(ε) βασταχτεί) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Μέλλοντας στιγμιαίος: !(θα βαστηχτώ θα βαστηχτείς θα βαστηχτεί θα βαστηχτούμε θα βαστηχτείτε θα βαστηχτούν(ε)) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Οριστική/Μέλλοντας στιγμιαίος: !(θα βασταχτώ θα βασταχτείς θα βασταχτεί θα βασταχτούμε θα βασταχτείτε θα βασταχτούν(ε)) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Υποτακτική/Ενεστώτας: (να βαστιέμαι να βαστιέσαι να βαστιέται να βαστιόμαστε να βαστιέστε να βαστιούνται) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Υποτακτική/Αόριστος: !(να βαστηχτώ να βαστηχτείς να βαστηχτεί να βαστηχτούμε να βαστηχτείτε να βαστηχτούν(ε)) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Υποτακτική/Αόριστος: !(να βασταχτώ να βασταχτείς να βασταχτεί να βασταχτούμε να βασταχτείτε να βασταχτούν(ε)) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Υποτακτική/Παρακείμενος: !(να είχα βαστηχτεί να είχες βαστηχτεί να είχα βαστηχτεί να είχαμε βαστηχτεί να είχατε βαστηχτεί να είχαν βαστηχτεί) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Υποτακτική/Παρακείμενος: !(να είχα βασταχτεί να είχες βασταχτεί να είχα βασταχτεί να είχαμε βασταχτεί να είχατε βασταχτεί να είχαν βασταχτεί) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Προστακτική/Ενεστώτας: (#f να βαστιέσαι #f #f να βαστιέστε #f) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Προστακτική/Αόριστος: !(#f βαστάξου #f #f βασταχτείτε #f) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Προστακτική/Παρακείμενος: !(#f να έχεις βαστηχτεί #f #f να έχετε βαστηχτεί #f) βαστώ Μεσοπαθητική φωνή/Προστακτική/Παρακείμενος: !(#f να έχεις βασταχτεί #f #f να έχετε βασταχτεί #f)